διαλαμπω

διαλαμπω
    διαλάμπω
    δια-λάμπω
    1) светиться, просвечивать
    

(διά τινος Arst.; ἀστραπέ διαλάμψασα τῆς ψυχῆς Plut.)

    2) блистать, отличаться
    

(ἐν ταῖς ῥητορείαις Isocr.; ἐν τοῖς ὀλίγοις Arst.)

    3) (рас)светать
    

(ἕως διέλαμψεν ἡμέρα Arph.)

    ἤδη διαλάμποντος Plut. — когда уже светало


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαλαμπω" в других словарях:

  • διαλάμπω — shine through pres subj act 1st sg διαλάμπω shine through pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμπω — (Α διαλάμπω) 1. λάμπω μέσα από κάτι, λάμπω πέρα ως πέρα, ακτινοβολώ 2. διαπρέπω, διακρίνομαι, υπερέχω αρχ. 1. (για τη φωνή) ακούγομαι καθαρά 2. «διέλαμψεν ἡμέρα», «διαλάμποντος τοῡ ἡλίου» ενώ ξημέρωνε …   Dictionary of Greek

  • διαλάμπω — διέλαμψα, διακρίνομαι, ακτινοβολώ: Διέλαμψε τη βραδιά της απονομής των βραβείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλάμπετε — διαλάμπω shine through pres imperat act 2nd pl διαλάμπω shine through pres ind act 2nd pl διαλάμπω shine through imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμπῃ — διαλάμπω shine through pres subj mp 2nd sg διαλάμπω shine through pres ind mp 2nd sg διαλάμπω shine through pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμψουσιν — διαλάμπω shine through aor subj act 3rd pl (epic) διαλάμπω shine through fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαλάμπω shine through fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλαμπόντων — διαλάμπω shine through pres part act masc/neut gen pl διαλάμπω shine through pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλαμψάντων — διαλάμπω shine through aor part act masc/neut gen pl διαλάμπω shine through aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμπει — διαλάμπω shine through pres ind mp 2nd sg διαλάμπω shine through pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμπον — διαλάμπω shine through pres part act masc voc sg διαλάμπω shine through pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλάμποντα — διαλάμπω shine through pres part act neut nom/voc/acc pl διαλάμπω shine through pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»